- τηλεφακός
- ο, Ν(φωτογρ.) σύνθετος αντικειμενικός φακός μεγάλης εστιακής απόστασης, χρησιμοποιούμενος σε φωτογραφικές ή κινηματογραφικές μηχανές και τηλεοπτικούς εικονολήπτες για τη μεγεθυσμένη φωτογράφιση απομακρυσμένων αντικειμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + φακός. Η λ. αποτελεί απόδοση τού αγγλ. telephoto lens].
Dictionary of Greek. 2013.